εκδόσιμος

εκδόσιμος
-η, -ο
που μπορεί να εκδοθεί, ο άξιος ή κατάλληλος για έκδοση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκδοσίμους — ἐκδόσιμος contracted for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδόσιμοι — ἐκδόσιμος contracted for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”